- μεταμελημένος
- μετᾱμελημένος , μετά-ἀμελέω—have no care forperf part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
μεταμελούμαι — μεταμελούμαι, μεταμελήθηκα, μεταμελημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταμελούμαι — μεταμελήθηκα, μεταμελημένος, νιώθω άσχημα για ό,τι έκανα ή παράλειψα να κάνω, μετανιώνω: Γύρισε μεταμελημένη στον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)